συγκιρνώ

συγκιρνώ
συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”